- ξύλισμα
- το [ξυλίζω]χτύπημα κάποιου με ξύλο, δαρμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξύλισμα — το, ατος η πράξη του ξυλίζω, ο δαρμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοδαρμός — ο το ξυλοφόρτωμα, το ξύλισμα κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκόπημα — ξυλοκόπημα, το και ξυλοκόπι, το, ατος ξύλισμα, ραβδισμός, δαρμός: Ο καβγάς τέλειωσε με αμοιβαίο ξυλοκόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)